Η Μαμά πέθανε!!!

Είχα μόλις γυρίσει σπίτι. Είχα μόλις θάψει τη μάνα μου. Είχα κλάψει πολύ. Μετά βγήκα να διασκεδάσω. Δεν είχα πει τίποτα σε κανέναν.

 Γύρισα στο σπίτι λίγο πριν το επόμενο μεσημέρι.

Έπρεπε να ορίσω τον εαυτό μου σε σχέση με τη ζωή. Η μάνα μου ήταν το σημείο αναφοράς, έστω και εάν δεν την είχα σκεφτεί ποτέ σαν κάτι τέτοιο. Ήμασταν σαν τη Γη και το φεγγάρι. Σχέση απόστασης, εξάρτησης, μαγνητισμού και αμοιβαίας καταστροφής, αποστροφής.
Ό,τι έκανα ήταν ως κάποιο βαθμό, με έναν αδιόρατο τρόπο, συναρτώμενο με εκείνη.
«Πέθανε η μαμά», επανέλαβα δακρύζοντας.

Διπλώθηκα στο κρεβάτι της σαν βρέφος. Επαναλάμβανα τη λέξη συλλαβιστά και ασταμάτητα: «ΜΑ-ΜΑ, ΜΑ-ΜΑ, ΜΑ-ΜΑ!»

Στον ήχο αυτής της λέξης εκείνη εμφανιζόταν πάντοτε σαν το τζίνι, έτοιμη να ικανοποιήσει κάθε παραλογισμό μου. «Μα ήταν τόσο αδύναμη! Πως μπορούσε και έκανε ότι της ζητούσα; Γιατί έπρεπε να ζητώ από εκείνη;» αναρωτιόμουν ενοχικά.

Το βλέμμα μου έπεσε στις ντουλάπες της. Φαντάστηκα το περιεχόμενο τους. Στην τέρμα αριστερά έβαζε μικροπράγματα. Την άνοιξα με την φαντασία μου και είδα το κουτί με τα ραφτικά, με το οποίο επιδιόρθωνε τα ρούχα μας. Δεν είχα δώσει ποτέ σημασία σε αυτή τη διαδικασία και όμως τώρα που την αναλογιζόμουν μπορούσα να διακρίνω στοιχεία μαγείας. Επισκεύαζε το τίποτα!

Ποτέ δεν είχε αποτύχει και όμως ποτέ δεν της είχα πει μπράβο. Μπράβο μου έλεγε μόνο εκείνη. «Πόση φαντασία, πόσο πείσμα», αναρωτήθηκα βλέποντας μέσα από τον καθρέφτη εκείνη, να στέκει στην άκρη του κρεβατιού ράβοντας. Δεν μου έδινε σημασία, έκανε σαν να μην υπάρχω.

Κάτω θα πρέπει να είναι το ατμοσίδερο και κάποια από τα παπούτσια της. Μου άρεσε να κρύβομαι εκεί μέσα. Ίσως επειδή δεν με άφηνε εκείνη. «Μου ανακατεύεις τα πράγματα», μου παραπονιόταν. Δεν σεβόμουν καμιά της επιθυμία ή ανάγκη ιδιωτικότητας.

Μπορεί για αυτήν, συγγνώμη, για την μαμά ήθελα να πω, η συγκεκριμένη ντουλάπα να ήταν ένας χώρος ιερός, προσωπικά δικός της. Δεν μου είχε περάσει από το μυαλό σαν ενδεχόμενο.

 Στην μεσαία ντουλάπα είχε τα ρούχα της. Μέσα σε πλαστικές σακούλες. Παλιομοδίτικα ταγέρ από την εποχή που ήταν νέα. Ποτέ δεν έγινε μοντέρνα σαν την Άννα την Βίσση. Ο χρόνος για εκείνη είχε σταματήσει τη στιγμή που γεννηθήκαμε. Τριάντα χρόνια πριν.

Στην ακριανή είχε τα σεντόνια μας. Δεν μου άρεσαν. Ήταν όλα αγορασμένα από πλανόδιους έμπορους. Ήταν όλα κουρασμένα από μια ζωή τόσο μικροαστική και τόσο απρόσμενα σύντομη.

 Στο σπίτι μου είχα μόνο ντιζαινάτα σεντόνια, σε μια προσπάθεια να δείξω πως το γούστο μου διαφοροποιήθηκε από αυτό εκείνης. Με ενοχλούσε η επιθυμία της να επιβάλει την αισθητική της πάνω μου. Μέχρι και τα δώδεκά μου, με έντυνε όπως ήθελε αυτή. Σαν τον άντρα που θα ήθελε να έχει.

 Στη συνέχεια το βλέμμα μου έπεσε στην ανοιχτή πόρτα, η οποία έβλεπε μέχρι το παιδικό μου δωμάτιο. «Κοιμόταν πάντοτε από αυτή την πλευρά, μάλλον για να μας βλέπει, να μας ελέγχει», ψιθύρισα.

Κρατούσε την πόρτα ανοιχτή με ένα δοχείο μεταλλικό νερό για το σιδέρωμα, δεκαετίες τώρα. Ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό ότι θα μπορούσε να κοιμάται με την πόρτα κλειστή. Όχι ψέματα, το έκανε κάποιες φορές όταν ήθελε να κοιμηθεί και εγώ είχα δυνατά την τηλεόραση.

Και όταν εμείς φύγαμε για σπουδές στην Αγγλία, το δοχείο για πάντα εκεί, να κρατά ανοιχτή την πόρτα!

 Όλα εκείνα τα χρόνια μας περίμενε ανυπόμονα λες και θα γυρνούσαμε από βραδινή έξοδο. Όλα εκείνα τα μοναχικά βράδια θα κοιτούσε ακόμα πιο επίμονα. Πόσες φορές δεν θα σηκώθηκε μέσα στο μισοσκόταδο και το κρύο του χειμώνα για να μας σκεπάσει και αντιλαμβανόμενη πως λείπουμε θα έβαλε τα κλάματα; Ίσως τότε να έμενε ξύπνια μέχρι το ξημέρωμα περιμένοντας μια «λογική» ώρα για να μας τηλεφωνήσει. Εμείς ή μάλλον εγώ, διαμαρτυρόμουν για το ακατάλληλο της ώρας, της μιλούσα κουρασμένα και ανόρεχτα.

«Τι ώρα είναι αυτή που παίρνεις, είστε 2 ώρες μπροστά!»

 Το έκλεινε χωρίς να πει λέξη.

 Μας αγαπούσε με πάθος. Όπως όλες οι μαμάδες άλλωστε. Η δικιά μου όμως δεν είχε ζωή εκτός από εμάς. Μας αγαπούσε γιατί δεν είχε τι άλλο να κάνει.

 Ήταν μια διαρκής απαγόρευση. Ποτέ δεν καθίσαμε στο σαλόνι. Το φύλαγε «καινούριο» για τους γάμους μας, που ήλπιζε να είναι πιο τυχερότεροι από τον δικό της.

 Πάντα γκρίνιαζε για να κλείσουμε τον θερμοσίφωνα, να μην τρέχουμε στο μπαλκόνι, να μην βάζουμε τα πόδια στον καναπέ, να μην παίζουμε μαξιλαροπόλεμο, μπουγέλο …

 Έμεινα στο σπίτι μέρες. Τώρα πια το φρόντιζα σαν να ήταν εκείνη. Οι γείτονες με έβλεπαν μέσα από τα τζάμια να πηγαινοέρχομαι από δωμάτιο σε δωμάτιο, σαν χρυσόψαρο σε γυάλα.

 Έπλενα τα ποτήρια και τα στέγνωνα όπως εκείνη, σφουγγάριζα με επιμέλεια. Της άναβα το καντηλάκι, πράγμα για το οποίο κάποτε την κορόιδευα. «Δεν υπάρχει θεός, όλα αυτά είναι βλακείες. Είσαι ηλίθια!», της φώναζα.

 Τώρα πια καταλαβαίνω γιατί ανησυχούσε για το εάν είμαι καλό παιδί. Όλοι πρέπει να είμαστε καλά παιδιά για να βρεθεί κάποιος να μας αγαπήσει όταν εκείνες πεθάνουν.

 Ποιος θα με αγαπάει τώρα που δεν υπάρχει αυτή;

 Μάλλον κανείς!

Κοίταξα μέσα από το παράθυρο μια μαργαρίτα που άνθιζε στο περιθώριο του μπαλκονιού. Τόσο παλιό ήταν το σπίτι και τόση η επιθυμία αυτού του λουλουδιού που άνθισε στο τίποτα. Στην σκιά από τα κάγκελα.

Χτύπησε το τηλέφωνο. Πήγα να το σηκώσω.

– «Παρακαλώ», είπα. «Παρακαλώ», επανέλαβα… «Ποιος είναι μιλήστε μου», φώναξα κλαίγοντας.

– «Πήρα να δω αν έφαγες το φαγητό σου», νομίζω πως άκουσα.

 

Ιωάννης Παπαναγιώτου (για την Ημέρα της Μητέρας)

WWW.LIFO.GR

Σχολιάστε