(π. Δημητρίου Μπόκου)
Κάποτε τὰ πουλιὰ περπατοῦσαν στὴ γῆ σὰν ὅλα τὰ ζῶα. Μιὰ μέρα ὅμως ὁ Θεὸς τοὺς εἶπε: «Πάρτε αὐτὰ τὰ φορτία καὶ πηγαίνετέ τα παραπέρα». Καὶ ἔβαλε πάνω στοὺς ὤμους τους ἕνα βάρος, ποὺ δὲν ἦταν ἄλλο ἀπὸ τὶς δύο φτεροῦγες.
Στὴν ἀρχὴ τὰ πουλιὰ ἔνοιωθαν τὶς φτεροῦγες πράγματι σὰν βάρος, μά, καθὼς προχωροῦσαν, αὐτὸ ὅλο καὶ λιγόστευε. Ὥσπου στὸ τέλος, τὰ φτερὰ ἀπὸ φορτίο ἔγιναν ἡ δύναμη ποὺ τὰ ἀπογείωσε. Ἀντὶ νὰ σηκώνουν τὰ πουλιὰ τὶς φτεροῦγες, σήκωναν οἱ φτεροῦγες τὰ πουλιά. Τὰ φτερὰ ἀπὸ βάρος ἔγιναν ἡ δύναμη ποὺ χάρισε ἀπεριόριστη ἐλευθερία στὰ πουλιά.