Ωδή α΄. Ήχος δ΄.
«Ώφθησαν, αι πηγαί της αβύσσου, νοτίδος άμοιροι,
και ανεκαλύφθη θαλάσσης, κυμαινούσης τα θεμέλια·
τη καταιγίδι νεύματι, ταύτης γαρ έπετιμησας, περιούσιον λαόν δε έσωσας, άδοντα, επινίκιον ύμνον σοι Κύριε».
(Φάνηκαν οι πηγές της αβύσσου (βαθιάς θάλασσας), στερημένες νοτιάς (νερού) και αποκαλύφθηκαν τα θεμέλια της σαλευόμενης από τα κύματα θάλασσας· με το νεύμα σου (την προσταγή σου), επιτίμησες την καταιγίδα, σώζοντας τον περιούσιο σου λαό, ο οποιος έψελνε επινίκιο ύμνο προς σε Κύριε.)