«…Ξεχωρίζω μια από τη σωρεία των επιστολών. Έχει τη μικρά ιστορία της. Κάπου από την Ήπειρο περνούσαν οι μαθηταί ενός σχολείου, οδηγούμενοι από τους δασκάλους των σε σημεία λιγώτερο εκτεθειμένα σε κινδύνους. Πλησίασε έναν από τους δασκάλους και του εμπιστεύθηκε – δεν είχε ακόμη εκδοθή η απαγορευτική διαταγή για τη μεταφορά των επιστολών – ένα γράμμα για τη γυναίκα του. Ανοικτό το γράμμα γιατί φάκελος πρόχειρος δεν υπήρχε. Και ο κομιστής – δεν αμφι¬βάλλετε βέβαια – μόλις απομακρύνθηκε ενδιαφέρθηκε να γνωρίση το περιεχόμενό του.
Διήγηση 28ης Οκτωβρίου.
Ένας στρατιώτης θυμάται για την άγια μορφή και την θυσία του Στρατιωτικού Ιερέως Αρχιμανδρίτου Χρυσοστόμου Τσοκώνα:
«Κεράσοβο Πωγωνίου…1940. Στις 11 περνάνε αεροπλάνα (ιταλικά φυσικά) και βομβαρδίζουν σαν δαίμονες πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Οι βόμβες λυσσάνε, μα πέφτουν πιο πέρα μες στη χαράδρα. Τη νύχτα, ενώ κοιμόμαστε σε μια μικρή εκκλησιά, ήρθαν μέσα κάτι στρατιώτες και στριμωχτήκανε κοντά μας. Έβρεχε ο Θεός, ο ύπνος ήρθε γρήγορα κι όλη νύχτα νιώθαμε ζεστασιά. Την αυγή που ξυπνάμε βλέπουμε να μπαίνει μέσα ένας νέος παπάς, μούσκεμα από την βροχή. Απορούμε και μαθαίνουμε κάτι το πρωτάκουστο. Ο παπάς είχε έρθει με τους άλλους στρατιώτες και βλέποντας τόσους σε ένα πολύ στενό χώρο, για να μην ενοχλήσει κανέναν, προτίμησε να μείνει ολονυχτίς έξω από το εκκλησάκι, χωρίς αντίσκηνο. Μόλις τον βλέπουμε σ’ αυτή την κατάσταση, σηκωνόμαστε όλοι ορθοί και σκύβουμε μπροστά του.
Τώρα σας συμβουλεύω να κάμετε από κομβολόγι μικροί και μεγάλοι και να το κρατήτε με το αριστερό χέρι, και με το δεξιό να κάμνετε τον σταυρόν σας και να λέγετε: Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του Θεού του ζώντος, διά της Θεοτόκου και πάντων των Αγίων ελέησόν με τον αμαρτωλόν και ανάξιον δούλον σου.